- καρότο
- Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό χρωματισμό του. Τα είδη του γένους δαύκος (οικογένεια σκιαδοφόρα, δικοτυλήδονα) χαρακτηρίζονται από μια χοντρή κωνική, απλή, σαρκώδη ρίζα –ατρακτοειδή ή κυλινδρική– με ζωηρό κίτρινο ή πορτοκαλί χρώμα στις ποικιλίες που καλλιεργούνται. Ο βλαστός είναι όρθιος, με διακλαδώσεις και φύλλα κατ’ εναλλαγή, πολυσχιδή και χνουδωτά. Τα πολυάριθμα άνθη, που σχηματίζουν σύνθετα σκιάδια, είναι μικρά και λευκά, εκτός από αυτά που βρίσκονται στο κέντρο της ταξιανθίας, τα οποία έχουν σκούρο πορφυροϊώδες χρώμα και στεφάνη με πέντε πέταλα. Οι καρποί είναι πολύ μικρά αχαίνια, με πολυάριθμα αγκάθια στις δύο πλευρές. Οι λαχανοκομικές ποικιλίες, που καλλιεργούνται ακριβώς για τις σαρκώδεις ρίζες τους (τα κ.), είναι πολυάριθμες, με ρίζες περισσότερο ή λιγότερο επιμήκεις και περισσότερο ή λιγότερο έντονα χρωματισμένες. Οι ρίζες αυτές είναι βρώσιμες, λίγο αρωματικές, με ευχάριστη γεύση και αποτελούν (ωμές ή βρασμένες) πολύ καλή τροφή, γιατί περιέχουν την καροτίνη (προβιταμίνη Α). Ορισμένες ποικιλίες χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή.
Από τα αυτοφυή είδη, στην ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνονται, εκτός του δαύκου του καρότου (Daucus carota), και τα είδη δαύκος ο βροτέρειος, δαύκος ο αδρότριχος, δαύκος ο κομμιοφόρος, δαύκος ο περιβληματώδης, δαύκος ο ναγώδης και δαύκος ο σταγονώδης.
Άνθη του καρότου, τα οποία εμφανίζονται με τη μορφή σύνθετων σκιαδίων.
Οι σαρκώδεις ρίζες του καρότου.
* * *το (Α καρωτόν)1. η εδώδιμη ρίζα τού φυτού δαύκος2. κοινή ονομασία είδους φυτού τού γένους δαύκος τής οικογένειας τών σκιαδανθών3. δείγμα γεωλογικών στρωμάτων που λαμβάνεται με γεώτρησηαρχ.η συλλογή, το μάζεμα τών σταφυλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. carota < αρχ. ελλ. καρωτόν «καρότο»].
Dictionary of Greek. 2013.